χοντροκοπιά

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

Greek Monolingual

η, Ν χοντροκοπώ
1. κακότεχνη εργασία
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδροειδής άνθρωπος
3. συμπεριφορά ή πράξη άξεστου ανθρώπου, αγενής ή ανάρμοστη συμπεριφορά.