χοντροκοπιά

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

η, Ν χοντροκοπώ
1. κακότεχνη εργασία
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδροειδής άνθρωπος
3. συμπεριφορά ή πράξη άξεστου ανθρώπου, αγενής ή ανάρμοστη συμπεριφορά.