χοντροκοπιά

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

η, Ν χοντροκοπώ
1. κακότεχνη εργασία
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδροειδής άνθρωπος
3. συμπεριφορά ή πράξη άξεστου ανθρώπου, αγενής ή ανάρμοστη συμπεριφορά.