χορδόκοιλον

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

τὸ, Μ
συν. στον πληθ. τὰ χορδόκοιλα
τα λεπτά έντερα τών ζώων μαζί με το μεσεντέριο και μέρος,του επιπλόου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + -κοιλον, ουδ. του -κοίλος (< κοιλία), πρβλ. ὑδρόκοιλος].