χορδόκοιλον
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
τὸ, Μ
συν. στον πληθ. τὰ χορδόκοιλα
τα λεπτά έντερα τών ζώων μαζί με το μεσεντέριο και μέρος,του επιπλόου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + -κοιλον, ουδ. του -κοίλος (< κοιλία), πρβλ. ὑδρόκοιλος].