χοροπήδημα

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

το, Ν χοροπηδώ
ζωηρό ή ρυθμικό πήδημα, ιδίως από χαρά.