χρηματοδότηση

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source

Greek Monolingual

η, Ν χρηματοδοτώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ
2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» — το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια.