χρηματοδότηση
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
η, Ν χρηματοδοτώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ
2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» — το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια.