χρονικογράφος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
συγγραφέας χρονικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονικό + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α.Μ. Βλαστό].