χόρτο

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

το / χόρτον, ΝΜΑ
κάθε χαμηλό και ποώδες φυτό, αυτοφυές ή σπειρόμενο, χορτάρι, χλόη
νεοελλ.
1. φυτό, νωπό ή ξερό, που χρησιμεύει για ζωοτροφή
2. (ιδιωμ. τ.) χασίς
3. στον πληθ. τα χόρτα
α) εδώδιμα φυτά, χορταρικά
β) τόπος καλυμμένος από χόρτα («καθίσαμε στα χόρτα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του χόρτος, κατά τα ουδ., αναλογικά προς τα λάχανο, φυτό].