ψήμυθος

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek (Liddell-Scott)

ψήμῠθος: ψημύθιον, Αἰολ. ἀντὶ ψιμ-, Χοιροβ., Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. ψίμυθος.