ψαραγκάθι

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

και ψαράγκαθο, το, Ν
το ψαροκόκαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + αγκάθι].