ψαροκόκαλο

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. αγκάθι ψαριού, ψαραγκάθι
2. (γενικά) ραχοκοκαλιά ψαριού
3. μτφ. είδος βελονιάς ή είδος ύφανσης που μοιάζει με σκελετό ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κόκκαλο].