ψαροκέφαλος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα ψαριού
2. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -κέφαλος (< κεφαλή)].
-η, -ο, Ν
1. αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα ψαριού
2. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -κέφαλος (< κεφαλή)].