μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-η, -ο, Ν1. αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα ψαριού2. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -κέφαλος (< κεφαλή)].