ψαροκέφαλος
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα ψαριού
2. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + -κέφαλος (< κεφαλή)].