ψαύση

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

η / ψαῡσις, -αύσεως, ΝΑ
ψαύω
η ενέργεια του ψαύω, άγγιγμα, επαφή, ελαφρό ψηλάφημα
αρχ.
ερωτικό χάδι, θωπεία.