ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
η / ψηλάφησις, -ήσεως, ΝΜΑ ψηλαφώ
το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων
νεοελλ.
ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση της αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις
αρχ.
γαργάλισμα.