ψιλοκοσκινίζω

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

Ν
1. κοσκινίζω με ψιλό κόσκινοψιλοκοσκινίζω το αλεύρι)
2. μτφ. λεπτολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κοσκινίζω.