ψυαδικός

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῠᾰδικός Medium diacritics: ψυαδικός Low diacritics: ψυαδικός Capitals: ΨΥΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: psyadikós Transliteration B: psyadikos Transliteration C: psyadikos Beta Code: yuadiko/s

English (LSJ)

ψυαδική, ψυαδικόν, suffering from lumbago, Orib.Fr.73: Lat. psiadicus (i.e. ψοιαδικός for ψυαδικός) Cass.Fel.53. ψῠάδιν, = lumbus, Glossaria.

Greek Monolingual

και ψοιαδικός, -ή, -όν, Α ψυάδιν
αυτός που υποφέρει από ισχιαλγίες.