ψυχαναλυτής

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψυχαναλύτρια Ν ψυχαναλύω
επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ψυχανάλυση.