ψυχοπαραδίνω

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

Ν
(αμτβ.) βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, είμαι έτοιμος να παραδώσω το πνεύμα μου, να πεθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παραδίνω].