ψυχοπαραδίνω
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
Ν
(αμτβ.) βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, είμαι έτοιμος να παραδώσω το πνεύμα μου, να πεθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παραδίνω].