ψυχρόμετρο

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) όργανο για τον προσδιορισμό της υγρομετρικής κατάστασης του ατμοσφαιρικού αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychrometre (< ψυχρός + μέτρο), η οποία μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς.