ψωμοφάγος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα, Ν
αυτός που τρώει πολύ ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + -φάγος].