ψωμοφάγος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα, Ν
αυτός που τρώει πολύ ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + -φάγος].