Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ο, θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα, Ναυτός που τρώει πολύ ψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + -φάγος].