ψωράλογο

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ψωραλέο άλογο
2. (για πρόσ.) μτφ. κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + άλογο].