κοκαλιάρης

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

και κοκκαλιάρης, -α, -ικο και κοκ(κ)αλιάρικος, -η, -ο κόκαλο
πολύ αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος.