Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
το, Ν1. ψωραλέο άλογο2. (για πρόσ.) μτφ. κοκαλιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + άλογο].