ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
-ον, Ααυτός που συμπληρώνει το ταξίδι της ζωής γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + κέλευθος «δρόμος, οδός» (πρβλ. ὀξυκέλευθος)].