ωροσκοπία
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
η / ὡροσκοπία, ΝΑ ὡροσκόπος
αστρολ. η παρατήρηση της θέσης τών πλανητών την ώρα της γέννησης ενός ατόμου και η, βάσει αυτής, πρόρρηση του μέλλοντός του.