ὡροσκοπία
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ἡ,
1 = ὡροσκόπησις, Ptol. Tetr. 75, Porph. ap. Stob. 2.8.42.
2 observation of hours, Sch. T Il. 21.111.
Greek Monolingual
η / ὡροσκοπία, ΝΑ ὡροσκόπος
αστρολ. η παρατήρηση της θέσης τών πλανητών την ώρα της γέννησης ενός ατόμου και η, βάσει αυτής, πρόρρηση του μέλλοντός του.
German (Pape)
ἡ,
1 die Beobachtung der Jahreszeiten, Stunden.
2 bes. die Beobachtung der Geburtsstunde und ihre Deutung, Nativitätstellerei, Schol. Lycophr. 363.