ωφελιμιστής

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ωφελιμίστρια, Ν
1. οπαδός της θεωρίας του ωφελιμισμού
2. (γενικά) αυτός που επιδιώκει το προσωπικό του ώφελος, το προσωπικό του συμφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + -ιστής].