ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
ο, θηλ. ωφελιμίστρια, Ν1. οπαδός της θεωρίας του ωφελιμισμού2. (γενικά) αυτός που επιδιώκει το προσωπικό του ώφελος, το προσωπικό του συμφέρον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + -ιστής].