вторжение
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
Russian > Greek
ἐμβολή, εἰσβολή, ἐσβολή, εἰσβολά, παρέμπτωσις, ἀντεπείσοδος, εἰσδρομή, ἐσδρομή, ἐπιβολή
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
ἐμβολή, εἰσβολή, ἐσβολή, εἰσβολά, παρέμπτωσις, ἀντεπείσοδος, εἰσδρομή, ἐσδρομή, ἐπιβολή