ἐπιβολή
English (LSJ)
ἡ,
A throwing or laying on, ἱματίων Th.2.49 (pl.); χειρῶν σιδηρῶν, of grappling-irons, Id.7.62 (pl.); τῶν χρωμάτων Luc.Zeux.5; σημείων affixing of seals, Id.Tim. 13; χειρῶν ἐπιβολαὶ ἐγίνοντο a fray arose, D.H.10.33.
b. χειρῶν ἐπιβολή massage, Gal.6.92; without χειρῶν, σκληρὰ ἐπιβολή ib.101, cf. 176.
2. metaph., ἐπιβολὴ τῆς διανοίας application of the mind to a thing, Epicur.Ep.1pp.5,12 U.(pl.), Ph.1.230 (pl.), Plot.2.4.10; αἱ ἐπιβολαί τῶν νοημάτων Philostr.VS2.18; ἐξ ἐπιβολῆς πάνυ very scrupulously, Antyll. ap. Orib.45.25.5.
b. act of direct apprehension, Epicur.Ep.1p.3U.: pl., ib.p.4U.; ἡ ἐκ τῶν ἐ. ταραχή Phld.D.1.14; ἐπί τι Epicur. Fr.255, cf.Plot.1.6.2; intuition, [τῇ ψυχῇ] τὴν ἐπιβολὴν ἀθρόαν ἀθρόων γίνεσθαι Id.4.4.1; [γνῶσις] ἐφάψεται τοῦ ἑνὸς κατὰ ἐπιβολήν Dam.Pr. 25 bis; opp. συλλογισμός, ibid.
c. conception, notion, Iamb.Comm. Math.1, cf.9, Dam.Pr.258 (pl.); point of view, ib.201, 396, al.; doctrine, ἡ τοῦ Συριανοῦ θαυμασία ἐπιβολή ib.270: pl., principles, Ael.Tact.21.1.
d. impulse, Stoic.3.41, 149; ἐπιβολὴ φιλοποιίας ib.96.
3. setting upon a thing, design, attempt, enterprise, v.l. in Th.3.45: c. gen., ἡ ἐπιβολὴ τῆς ἱστορίας writing history, Plb.1.4.2; τῶν ὅλων acquisition of empire, Id.1.3.6, cf.5.95.1; κατασκευασμάτων ἐπιβολαί designs, Plu.Per.12; ἐξ ἐπιβολῆς = designedly, D.S.13.27.
b. of surgical operations, οὐδεμία ὄνησις τῆς ἐπιβολῆς Philum.Ven.4.7; μὴ κατακολουθεῖν ἀδυνάτοις ἐπιβολαῖς Hegetor ap.Apollon.Cit.3.
4. hostile attempt, assault, Plb.6.25.7 (pl.), cj. for -βουλάς in Th.1.93.
5. application of name to thing, Procl.in Cra.p.109 P., al.
II. that which is laid on, ἐπιβολαὶ πλίνθων courses of bricks, Th.3.20; βυρσῶν layers of hide, Luc.Nav.4; superstructure, gallery, Ph.Bel.80.36 (pl.); λεπιδοειδεῖς ἐπιβολαί the squamous commissures of the skull, Gal.10.452.
2. penalty, fine, IG12.84.29 (pl.), Ar.V.769; ἐπιβολὴν ἐπιβάλλειν Lys.20.14 (pl.), X. HG1.7.2, etc.; ἐπιβολὰς ὀφλεῖν And.1.73; ἡ ἐπιβολὴ τῆς βουλῆς the penalty imposed by the council, Aeschin.2.93; ἐξ ἐπιβολῆς in consequence of infliction of a fine, Lys.6.21.
3. requisition, number of men required, Plb.3.106.3; impost, public burden, Plu.Cat.Ma.18 (pl.), cf. Procop.Arc.23; τῆς λαογραφίας PTeb.391.19 (i A.D.); requisition of corn, PFay.81.9 (ii A.D.).
b. additional quantity, IG22.1672.285,297.
c. κατ' ἐπιβολήν τινος in proportion to... pro rata, CPR 28.17 (ii A.D.), etc.
III. a thing put over for shelter or protection, Thphr. CP 3.16.4.
2. ἐπιβολὴ χώματος embankment, PPetr.3p.80 (iii B.C.).
3. cloak, POxy.298.9 (i A.D.), etc.
IV. Rhet., = ἐπαναφορά, Phoeb.Fig.2.4, Rut.Lup.1.7.
2. introduction, approach to a subject, Hermog.Id.1.3; ἐπιβολὴ τοῦ ῥυθμοῦ ib.2.1.
3. power, 'grasp', of style or treatment, χάρις καὶ ἐπιβολή D.Chr.18.14; general survey, consideration, Ptol.Tetr.204; Ἀλεξάνδρου τὴν ἐν ταῖς παρατάξεσιν ἐπιβολαῖς Ael. Tact.Praef.6.
4. 'trimmings', ornament, τὸ ἀφαιρεῖν τὰς ἐ. καὶ αὐτοῖς χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασι Aristid.Rh.p.522S.
V. in Alchemy, 'projection', i.e. chemical reaction intended to produce transmutation, Syn.Alch.p.58B. (pl.).
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, 1) das Dazu-, Daraufwerfen, der Umwurf, die Bedeckung, ἱματίων ἐπιβολαί Thuc. 2, 49; πλίνθων, die daraufgelegten Steine, Lagen, Schichten, 3, 20; vgl. D. Sic. 2, 10; χειρῶν σιδηρῶν Thuc. 7, 62, das Anlegen; σημείων Luc. Tim. 13; διανοίας Longin. 35, 3; ohne diesen Zusatz, Beobachtung, Bemerkung, Epicur. bei D. L. u. a. Sp. – 2) die auferlegte Strafe, bes. Geldstrafe, Ar. Vesp. 769; Lys. 9, 11; ἐπιβολὰς ἐπιβάλλειν 20, 14 u. öfter bei den Rednern; ἐπιβολὰς ὦφλον Andoc. 1, 73, wo die codd. wie öfter ἐπιβο υλάς haben, zur Strafe verurtheilt sein; – die Auflage, Abgabe, Plut. Cat. mai. 18 u. öfter. – 3) der Angriff, Pol. 6, 25, 7; Plut. Alex. 25 Caes. 44 n. a. Sp. Bei Thuc. 1, 93 v.l. für das bessere ἐπιβουλή; χειρῶν ἐπιβολαὶ ἐγένοντο, es kam zum Handgemenge, D. Hal. – Übh. das Unternehmen, der Anschlag, τὴν ἐπιβολὴν ἐκφροντίζειν Thuc. 3, 45; oft bei Pol. u. Sp, wie Plut. βραδὺς ἐφάνη ταῖσἐπιβολαῖς, Mar. 33; ἡ τῶν ὅλων ἐπ., Anschlag auf das Ganze, Pol. 1, 3, 6; οἱ ἐξ ἐπιβολῆς ἀδικήσαντες, mit Vorbedacht, D. Sic. 13, 27. – In der Musik, Artemo bei Ath. XIV, 637 d. Vgl. ἐπιβάλλω. – Bei den Rhetoren theils die Anlage der Rede, eines Stückes, theils was hinzukommt, der Schmuck der Rede.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. I. action de jeter sur : ἱματίων THC des vêtements sur son corps ; χειρῶν σιδηρῶν THC des grappins de fer sur;
II. action de poser sur :
1 apposition : σημείων LUC de sceaux;
2 action de poser l'un sur l'autre : πλίνθων THC des briques l'une sur l'autre ; βυρσῶν ἐποβολαί LUC morceaux de cuir superposés qui formaient la voile;
III. action d'imposer :
1 impôt;
2 pénalité, peine, amende;
B. action de se jeter sur, d'où
I. attaque, irruption;
II. action de mettre la main à ; entreprise, projet : ἐξ ἐπιβολῆς de propos délibéré.
Étymologie: ἐπιβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβολή: ἡ
1 накидывание, набрасывание (ἱματίων Thuc.);
2 забрасывание, закидывание (χειρῶν σιδηρῶν ἐπιβολαί Thuc.);
3 прикладывание (σημείων ἐπιβολαί Luc.);
4 приложение, обращение (τῆς διανοίας Epicur. ap. Diog. L.);
5 кладка, слой, ряд (ἐπιβολαὶ τῶν πλίνθων Thuc.; sc. τῶν δοκῶν Diod.): βυρσῶν ἐπιβολαί Luc. сшитые из шкур паруса;
6 обложение, налог (βαρυνόμενοι ταῖς ἐπιβολαῖς Polyb.);
7 набор, мобилизация (sc. τῶν στρατιωτῶν Polyb.);
8 пеня, штраф: ἐπιβολὰς ἐπιβάλλειν Lys., Xen. или ψηφίζεσθαι Arph. облагать штрафами;
9 замысел, намерение (ἐπιβολὴν ἐκφροντίζειν Thuc.): ἡ ἐ. τῆς ἱστορίας Polyb. намерение написать историю; ἐξ ἐπιβολῆς Lys., Diod. преднамеренно, предумышленно;
10 обхватывание, обхват (αἱ παλαιόντων ἐπιβολαί Plut.);
11 натиск, напор, вторжение (τῆς θαλάσσης Plut.);
12 нападение, набег Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβολή: ἡ, (ἐπιβάλλω) τὸ ἐπιβάλλειν, ἐπιτιθέναι, ἐπιρρίπτειν τι ἐπάνω εἴς τινα ἢ εἴς τι, ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς… ἀνέχεσθαι Θουκ. 2. 49· χειρῶν σιδηρῶν ἐπιβολαί, περὶ τῶν σιδηρῶν χειρῶν ἃς ἐν ταῖς ναυμαχίαις ἔρριπτον κατὰ τῶν ἐχθρικῶν πλοίων, ὁ αὐτ. 7. 62· ἐπὶ ἐπιθέσεως χρωμάτων εἰς εἰκόνα, κεράσασθαι τὰ χρώματα καὶ εὔκαιρον ποιεῖσθαι τὴν ἐπιβολὴν αὐτῶν Λουκ. Εἰκόνες 7· ἐρεθισμοί τινες ἐγίνοντο καὶ χειρῶν ἐπιβολαί, συμπλοκαί, Διον. Ἁλ. 10. 33. 2) μεταφ., ἐπ. τῆς διανοίας, προσήλωσις, Διογ. Λ. 10. 45, Κλήμ. Ἀλ. 690·- ἀπολ., κατανόησις, τῆς ἀληθείας αὐτόθι 644, κτλ. 3) τὸ νὰ δοθῇ τις εἰς τὴν ἐκτέλεσιν πράγματός τινος, σκοπός, σχέδιον, ἐπιχείρησις, Θουκ. 3. 45· μετὰ γεν., ἡ ἐπ. τῆς ἱστορίας, ἡ ἀπόφασις νὰ γράψῃ τις ἱστορίαν, Πολύβ. 1. 4, 2· πρὸς τὴν τῶν ὅλων ἐπιβολήν, ὅπως ἐπιχειρήσωσι νὰ κυριεύσωσιν ὅλην τὴν οἰκουμένην, ὁ αὐτ. 1. 3, 6, πρβλ. 5. 95, 1· ἐξ ἐπιβολῆς, Λατ. ex consulto, μεμελετημένως, ἐκ προμελέτης, μετὰ σχεδίου, Λυσ. 105. 14, Διόδ. 13. 27. 4) ἐχθρικὴ ἀπόπειρα, προσβολή, ἐπίθεσις, Πολύβ. 6. 25, 7, διάφ. γραφ. Θουκ. 1. 93· αἱ ἐπιβολαὶ τῆς θαλάσσης Πλουτ. Πύρρ. 15. ΙΙ. τὸ ἐπιβαλλόμενον, ἐπιτιθέμενον, ἐπιβολαὶ πλίνθων, σειραὶ ἢ στρώσεις, στρώματα ἐκ…, Θουκ. 3 20· σημείων ἐπιβολαί, ἐπιθέσεις σφραγίδων, Λουκ. Τίμ. 13. 2) τιμωρία, ποινή, πρόστιμον, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 769· ἐπιβολὴν ἐπιβάλλειν Λυσ. 159. 12, Ξεν. Ἑλλ. 1 7, 2, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 61. 2 (σελ. 90 ἔκδ Blass)· ἐπιβολὰς ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 16· ἡ ἐπ. τῆς βουλῆς, ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς ἐπιβληθεῖσα ποινή, Αἰσχίν. 40. 27· πρβλ. ἐπιβάλλω Ι. 2. 3) ἀπαίτησις, ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἀπαιτούμενος, Πολύβ. 3. 106, 3· τὸ ἐπιβαλλόμενον δημόσιον βάρος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 18. ΙΙΙ. σκέπη, ἐπιβολὴν ἔχοντες καὶ βρεχόμενοι… εὐτραφεῖς γίνονται καὶ ἁπαλοί, περὶ σικύων, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 4. IV. προσθήκη, συσσώρευσις ὁμοίων λέξεων, Ρήτορες:- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιβολή· ὁρμή, ἐγγραφή, ζημία».- Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 530.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιβολή) επιβάλλω
νεοελλ.
1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων»)
2. αποκατάσταση της τάξης
3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση
αρχ.-μσν.
1. φόρος
2. διαίσθηση, αντίληψη
3. γνώση
αρχ.-μσν.
παραχώρηση έρημης γης, εξαιτίας βαριάς φορολογίας, σε πλούσιο κτηματία
αρχ.
1. άπλωμα («ὥστε μήτε τῶν... σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς ἀνέχεσθαι», Θουκ.)
2. εκσφενδόνιση εναντίον κάποιου
3. προσήλωση
4. άποψη
5. διδασκαλία
6. στον πληθ. στοιχειώδεις, βασικές έννοιες
7. ροπή, τάση
8. επιχείρηση, εγχείρημα («ὁ μὲν τὴν ἐπιβολὴν ἐκφροντίζων», Θουκ.)
9. εγχείριση
10. ποινή, πρόστιμο
11. επί πλέον, πρόσθετη ποσότητα
12. ο απαιτούμενος αριθμός ατόμων
13. αναλογία
14. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για σκέπασμα, κάλυμμα
15. επίστρωση, επίστρωμα
16. εποικοδόμημα
17. πρόχωμα
18. χλαμύδα, μανδύας, επενδύτης
19. έναρξη διαπραγματεύσεως ενός θέματος
20. (ρητορ.) επαναφορά
21. καλλωπισμός του λόγου
22. δύναμη του ύφους
23. ενοφθαλμισμός φυτού.
Greek Monotonic
ἐπιβολή: ἡ (ἐπιβάλλω),·
I. 1. επίρριψη ή επίθεση, τοποθέτηση πάνω σε, ἱματίων, σε Θουκ.· χειρῶν σιδηρῶν, λέγεται για σιδερένια έμβολα, στον ίδ.
2. εχθρική απόπειρα, σε Πλούτ.
II. 1. αυτός που τοποθετείται από πάνω, ἐπιβολαὶ πλίνθων, στρώματα, στρώσεις ή σειρές τούβλων, σε Θουκ.
2. ποινή, πρόστιμο, σε Αριστοφ., Ξεν.· φόρος, δασμός, δημόσια επιβάρυνση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπιβολή, ἡ, ἐπιβάλλω
I. a throwing or laying on, ἱματίων Thuc.; χειρῶν σιδηρῶν of grappling-irons, Thuc.
2. a hostile attempt, Plut.
II. that which is laid on, ἐπιβολαὶ πλίνθων layers or courses of bricks, Thuc.
2. a penalty, fine, Ar., Xen.:— an impost, public burden, Plut.
English (Woodhouse)
attempt, layer, layer of bricks
Lexicon Thucydideum
iniectio, attack, onset, 7.62.3, 7.65.1, [olim formerly ἐπιβουλή]
operimentum, covering, deck, 2.49.5,
stratum, ordo laterum superimpositorum, layer, course of planks laid on, 3.20.3,
item Ibid. likewise there
ratio rei aggrediendae, method of making an attack, 3.45.5, [nonnulli codd. several manuscripts ἐπιβουλήν] [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.93.6, ubi nunc where now ἐπιβουλή.]