главный
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
κεφαλαιώδης, κεφαλαῖος, κεφάλαιος, ἡγεμών, ἀρχι-, πρόμος, ἐπικαίριος, χάϊος, ἀρχικός, ὁλοσχερής, ἀρχηγός, ἀρχαγός, πρῶτος, κύριος