ἐπικαίριος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαίριος Medium diacritics: ἐπικαίριος Low diacritics: επικαίριος Capitals: ΕΠΙΚΑΙΡΙΟΣ
Transliteration A: epikaírios Transliteration B: epikairios Transliteration C: epikairios Beta Code: e)pikai/rios

English (LSJ)

ἐπικαίριον, = ἐπίκαιρος (in fit time, in fit place, in season, seasonable, opportune, convenient), Sup. ἐπικαιριώταται,
A πράξεις X.Oec.5.4, cf. Vett. Val.293.22. Adv. ἐπικαιρίως = conveniently, ἵδρυται Str.9.2.15, cf. 10.1.7.
2. important, τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης X. Oec.15.11; of persons, οἱ ἐ. the most important persons of the army, Id.Cyr.3.3.12, cf. HG3.3.11: c.inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Id.Cyr.8.2.25.
3. of parts of the body, vital, τόποι ἐ. Ti.Locr.102d.

German (Pape)

[Seite 945] zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte (vgl. ἐπίκαιρος); ἐς τόπως ἐπικαιρίως Tim. Locr. 102 d, gefährliche, tödtliche Stellen am Körper, wie τρῶμα, lebensgefährliche Wunde, Hippocr. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 12 u. öfter heißen οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom λοχαγός aufwärts, vgl. An. 3, 1, 36, wo Xen. zu diesen sagt ὑμεῖς μέγιστον ἔχετε καιρόν; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον Hell. 3, 3, 11, die Häupter des Aufstandes; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung Etwas ankommt, Cyr. 8, 2, 25; übh. zu Etwas dienlich, nützlich, αἱ ἐπικαιριώταται πράξεις Oec. 5, 4, vgl. 15, 11. – Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig, ἵδρυται Strab. IX p. 424.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 opportun, favorable, convenable;
2 important : τὰ ἐπικαιριώτατα τέχνης XÉN les parties essentielles d'un art ; οἱ ἐπικαίριοι les plus importants personnages, particul. les principaux chefs d'une armée ; avec un inf. : οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι XÉN ceux dont la guérison importe le plus;
Sp. ἐπικαιριώτατος.
Étymologie: ἐπί, καιρός.

Greek Monolingual

ἐπικαίριος, -ον (Α) επίκαιρος
1. επίκαιρος
2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.)
3. (για μέρη του σώματος) ζωτικός
4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι
τα σπουδαιότερα πρόσωπα του στρατού (Ξεν.)
5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι» — αυτοί που η θεραπεία τους έχει μεγάλη σπουδαιότητα (Ξεν.)
6. (για μέρη του σώματος) ζωτικός, καίριος.
επίρρ...
ἐπικαιρίως
σε επίκαιρη, πρόσφορη θέση.

Greek Monotonic

ἐπικαίριος: -ον, 1. = ἐπίκαιρος, σε Ξεν.
2. σπουδαίος, οἱ ἐπικαιριώτατοι, οι πιο σπουδαίοι αξιωματικοί του στρατεύματος, στον ίδ.· με απαρ., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, εκείνοι των οποίων η θεραπεία είναι πολύ σημαντική, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαίριος:
1 своевременный, неотложный (πράξεις Xen.);
2 важный, главный: τόποι ἐπικαίριοι (sc. τοῦ σώματος) Plat. жизненно важные участки или органы тела; τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης Xen. наиболее существенные элементы искусства; οἱ ἐπικαιριώτατοι (sc. ξυνειδότες) Xen. главные участники заговора; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι Xen. люди, излечение которых (было для Кира особенно) важно; οἱ ἐπικαίριοι Xen. старший командный состав.

Middle Liddell

ἐπι-καίριος, ον
1. = ἐπίκαιρος, Xen.
2. important, οἱ ἐπικαιριώτατοι the most important officers, Xen.; c. inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Xen.