главный
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
κεφαλαιώδης, κεφαλαῖος, κεφάλαιος, ἡγεμών, ἀρχι-, πρόμος, ἐπικαίριος, χάϊος, ἀρχικός, ὁλοσχερής, ἀρχηγός, ἀρχαγός, πρῶτος, κύριος