ἀρχι-
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
insep. Prefix, like ἀρχε-, from the same Root as ἄρχω, ἀρχός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχι-: ἀχώριστον πρῶτον συνθετικ. ὡς τὸ ἀρχε-, ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς τὰ ἄρχω, ἀρχὸς (πρβλ. Ἀγγλ. arch-, Γερμ. Erz-), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν μεταγεν. λέξεσιν.
Greek Monolingual
(AM ἀρχι-).
[ΕΤΥΜΟΛ. Α' συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι-, το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το προγενέστερο του αρχε-, προέρχεται από το ρ. άρχω, σχηματίστηκε δε πιθ. αναλογικά κατά το πρότυπο του τερπι-κέραυνος. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν μαρτυρείται σε σύνθετα του αρχαίου ποιητικού λόγου, πλην των τύπων αρχιθάλασσος και αρχικέραυνος. Εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη, απαντά δε σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων με διάφορες σημασίες. Συγκεκριμένα στην Ελληνική: α) Εκφράζει την έννοια της πρώτης αρχής, της ενάρξεως (πρβλ. ανάλογη σημασία των αρχ-, αρχε-, αρχο-)
πρβλ. αρχ. αρχίζωος, αρχίθεος
(αρχ.- μσν.) αρχιμάρτυς, αρχίφαντος, αρχίφωτος
μσν.
αρχίθρονος, αρχίμηνος, αρχιπάτωρ
μσν.- νεοελλ.
αρχιμηνία(-ιά)
νεοελλ.
αρχιχρονιά κ.ά. β) Δηλώνει την έννοια της αρχηγίας, της εξουσίας (πρβλ. ανάλογη σημασία των αρχ-, αρχε-, αρχο-), καθώς επίσης και της προέχουσας ιδιότητας (βαθμού, αξιώματος, κ.λπ.) κάποιου μεταξύ άλλων ομοίων (prinus inter parese)
πρβλ. αρχιγραμματεύς, αρχιδικαστής, αρχιεπίσκοπος, αρχιευνούχος, αρχηληστής, αρχιμάγειρος, αρχιπειρατής, αρχιποίμην, αρχιστράτηγος, αρχιτελώνης, αρχιφύλαξ, αρχ. αρχιβουκόλος, αρχιδεσμοφύλαξ, αρχιδεσμώτης, αρχιθάλασσος, αρχιθέωρος, αρχικέραυνος, αρχίκλωψ, αρχικυβερνήτης, αρχιμίμος, αρχιπατριώτης, αρχίπλανος, αρχιπρεσβευτής, αρχισιτοποιός, αρχισυνάγωγος, αρχισωματοφύλαξ, αρχιϋπασπιστής, αρχιφυλακίτης, αρχίφυλος, αρχίφωρ
αρχ.-μσν.
αρχιθύτης, αρχιοινοχόος, αρχιπροφήτης, αρχιτρίκλινος, αρχιχιλίαρχος
μσν.
αρχιβασιλεύς, αρχιδαίμων, αρχιθεράπων, αρχίμαγος, αρχιμηχανικός, αρχιφάρμακος
μσν.- νεοελλ.
αρχιδιάκονος, αρχιμανδρίτης, αρχιπρεσβύτερος
νεοελλ.
αρχιεπιστολεύς, αρχιεργάτης, αρχικαγκελάριος, αρχικελευστής, αρχικοτζάμπασης, αρχικτηνίατρος, αρχιλιμενοφύλαξ, αρχιλογιστής, αρχιμουσικός, αρχιναυπηγός, αρχιραβίνος, αρχισυντάκτης κ.ά. γ) Δηλώνει επιτατικά την ιδιότητα που σημαίνει το β' συνθετικό
πρβλ. αρχ. αρχιγόης, αρχιεταίρος
(μσν) αρχημηχανητής, αρχισυναγωγός
νεοελλ.
αρχισατράπης κ.ά. Το αρχι-, όπως και τα αρχ-, αρχε- και αρχο-, απαντά ως α' συνθετικό σε πολλά κύρια ονόματα
πρβλ. Αρχιάναξ, Αρχιγένης, Αρχιδάμας, Αρχίδημος, Αρχίδικος, Αρχικλής, Αρχικράτης, Αρχικύδης, Αρχίκωμος, Αρχίλαος, Αρχιλέων, Αρχίλοχος, Αρχίμαχος, Αρχιμένης, Αρχιμήδης, Αρχίμηλος, Αρχίνικος, Αρχίνομος, Αρχίνους, Αρχίπολις, Αρχιπτόλεμος, Αρχίστρατος, Αρχιτέλης, Αρχίτιμος. Το αρχι-εισήχθη στη Λατινική, καθώς επίσης και σε αρκετές σύγχρονες γλώσσες, όπου, κατά το πρότυπο των ελληνικών συνθέτων λέξεων, πλάστηκαν πολλοί όροι ελληνογενείς ή μη. Ειδικότερα απαντά με τις σημασίες: α) της αρχηγίας, της υπεροχής (πρβλ. λατ. archi-sacerdos, αγγλ. architypographer, archicantor)
β) της αρχής (κυρίως σε όρους επιστημονικούς) (πρβλ. νεολατιν. archiblastula, γερμ. Archigonie)
γ) της υπερβολής, του υπέρτατου βαθμού (πρβλ. γαλλ. archiplein, ιταλ. arcifavola)].