запись
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Russian > Greek
διάθεσις, γραφή, μνημόσυνον, μναμόσυνον, ἐπισημείωσις, σύγγραμμα, καταγραφή, συγγραφή, ἐπιγραφή, παράπηγμα, ὑποσημείωσις
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
διάθεσις, γραφή, μνημόσυνον, μναμόσυνον, ἐπισημείωσις, σύγγραμμα, καταγραφή, συγγραφή, ἐπιγραφή, παράπηγμα, ὑποσημείωσις