εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
βραχύς, ῥωπικός, μικροπρεπής, χαμηλός, ταπεινός, λεπτός, ἀσθενής, ἁλιτενής, στενός, στεινός