ῥωπικός

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωπικός Medium diacritics: ῥωπικός Low diacritics: ρωπικός Capitals: ΡΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: rhōpikós Transliteration B: rhōpikos Transliteration C: ropikos Beta Code: r(wpiko/s

English (LSJ)

ῥωπική, ῥωπικόν, of or for petty wares, trumpery, Plu.Lyc. 9; δῶρον AP6.355 (Leon.); of persons, Plb.23.5.5; ῥωπικὰ γράψασθαι = paint poorly, coarsely, APl.c.; [ἡ φύσις] οὐδὲν ἔχουσα ῥωπικόν Erasistr. ap.Plu.2.495c: τὸ ῥωπικόν = tawdry ornaments in writing, claptrap, Longin. 3.4.

German (Pape)

[Seite 855] 1) zu kleiner, kurzer Waare gehörig; dah. τὰ ῥωπικά, die kurzen Waaren selbst, Kleinkram, bes. Tand, Trödel, schlechter Flitterstaat, Plut. Lycurg. 9. – 2) zum Flitterstaat gehörig, dazu dienend, daher übh. unächt, nichtsnutzig; ῥωπικὰ γράψασθαι, lüderlich hinmalen, so daß es nach Etwas aussieht, ohne etwas Rechtes zu sein; ῥωπικὸν δῶρον, ein Geschenk, das in die Augen fällt, ohne wahren Werth zu haben, Leon. Tar. 15 (VI, 355); daher auch bei Plut. de amore prol. 3 A. von der Statur gesagt οὐδὲν ἔχουσα ῥωπικόν ivulg. ῥοπικόν); τὸ ῥωπικόν, der falsche Flitterstaat der Rede, Longin. 3, 4; – Pol. 24, 5 verbindet ψευδεπίγραφος καὶ ῥωπικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne de menus objets ; petit, menu, de peu de valeur ; τὰ ῥωπικά PLUT marchandises ou objets de peu de valeur.
Étymologie: ῥῶπος.

Russian (Dvoretsky)

ῥωπικός: мелкий, пустяковый (δῶρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωπικός: -ή, -όν, (ῥῶπος) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μικρὰ πράγματα, εἰς εὐτελῆ ἐμπορεύματα, Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· δῶρον Ἀνθ. Π. 6. 355· ἐπὶ προσώπων, Πολύβ. 24. 5, 3 ῥωπικὰ γράψασθαι, εὐτελῆ πράγματα ζωγραφῆσαι, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 495C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ῥωπογράφος· - τὸ ῥωπικόν, εὐτελὴς καὶ ἄτεχνος διακόσμησις τοῦ λόγου, προσποιήσεις, ἐποκέλλοντες δὲ εἰς ῥωπικὸν καὶ κακόζηλον Toup. εἰς Λογγῖν. 3. 4, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 5, Πλούτ. 2. 495C.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥωπικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥῶπος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα
2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά
μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά
αρχ.
1. (για πράγμ.) αυτό που έχει επιφανειακή μόνο αξία, ευτελές, ασήμαντο («αἱ δὲ τὸ δῶρον ῥωπικόν», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ. και ιδίως για συγγραφέα) αυτός που ασχολείται με την περιγραφή ασήμαντων λεπτομερειών («ἦν δὲ ψευδεπίγραφος καὶ ῥωπικός», Πολ.)
3. (το ουδ. ώς ουσ.) τὸ ῥωπικόν
η ευτελής και άτεχνη διακόσμηση του λόγου (ἐποκέλλοντες δὲ καὶ εἰς ῥωπικὸν καὶ κακόζηλον», Λογγίν.)
4. φρ. «ῥωπικά γράψασθαι» — το να ζωγραφίζει κανείς ευτελή, τιποτένια πράγματα.

Greek Monotonic

ῥωπικός: -ή, -όν (ῥῶπος), αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μικρά πράγματα, σε πράγματα ασήμαντης, ευτελούς αξίας, σε Πλούτ.· ῥωπικὰ γράψασθαι, το να ζωγραφίζει κάποιος ταπεινά, χοντροκομμένα, άξεστα, χυδαία, άτεχνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥωπικός, ή, όν ῥῶπος
of or for petty wares, trumpery, worthless, Plut.; ῥωπικὰ γράψασθαι to paint poorly, coarsely, Anth.