противиться
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Russian > Greek
ἀντιστασιάζω, ἀντιτάσσω, ἀντιτάττω, ἀσπαίρω, ἀντιπίπτω, διερείδω, ἐναντιόομαι, ἀντιπράσσω, ἀντιπράττω, ἀντιπρήσσω, ἀντιφέρω, ἀντιστατέω, ἀνθίστημι, ἀντίστημι, ἀντιτείνω, μισέω, ἐνίστημι