рисковать
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Russian > Greek
κινδυνεύω, ἐναποκυβέω, διακινδυνεύω, ἀποκινδυνευω, παραβάλλω, ἐναποκινδυνεύω, παραβολεύομαι, παρατίθημι, κυβεύω