смехотворный
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Russian > Greek
γελωτοποιός, ὑπεργέλοιος, ἐγκαταγέλαστος, καταγελάσιμος, γελοῖος, γέλοιος, γελοίϊος, καταγέλαστος