γελοίϊος

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 479] ep. = γελοῖος, Il. 2, 215, ἅπαξ εἰρημ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. γελοῖος.

Greek Monotonic

γελοίϊος: Επικ. αντί γέλοιος.

Russian (Dvoretsky)

γελοίϊος: эп. = γελοῖος.