γελοίϊος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

German (Pape)

[Seite 479] ep. = γελοῖος, Il. 2, 215, ἅπαξ εἰρημ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. γελοῖος.

Greek Monotonic

γελοίϊος: Επικ. αντί γέλοιος.

Russian (Dvoretsky)

γελοίϊος: эп. = γελοῖος.