трудно определимый
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Russian > Greek
δυστόχαστος, δυσστόχαστος, δυσαπόδοτος, δυσόριστος, δυσπαράγραφος, δύσκριτος