чарующий
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Russian > Greek
θελξίνοος, θελξίνους, εὔγλωσσος, εὔγλωττος, ἐπίστρεπτος, θελκτήριος, γοῆτις
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
θελξίνοος, θελξίνους, εὔγλωσσος, εὔγλωττος, ἐπίστρεπτος, θελκτήριος, γοῆτις