θελξίνους

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξίνους Medium diacritics: θελξίνους Low diacritics: θελξίνους Capitals: ΘΕΛΞΙΝΟΥΣ
Transliteration A: thelxínous Transliteration B: thelxinous Transliteration C: thelksinous Beta Code: qelci/nous

English (LSJ)

-ουν, contr. from θελξίνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui charme l'esprit ou le cœur.
Étymologie: θέλγω, νοῦς.

Greek Monolingual

θελξίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -νους (< νους), πρβλ. βραδύνους, μικρόνους].

Middle Liddell

θελξί-νους, ουν
charming the heart, Anth.