чарующий
From LSJ
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
Russian > Greek
θελξίνοος, θελξίνους, εὔγλωσσος, εὔγλωττος, ἐπίστρεπτος, θελκτήριος, γοῆτις
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
θελξίνοος, θελξίνους, εὔγλωσσος, εὔγλωττος, ἐπίστρεπτος, θελκτήριος, γοῆτις