ἀδεισιδαιμονία
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἡ, freedom from superstition, Hp.Decent.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισῐδαιμονία: ἡ, ἐλευθερία ἢ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τῆς δεισιδαιμονίας, Ἱππ. 23. 37.