ἀειτελής
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ἀειτελές, ever-perfect, θεός Alcin.Intr.10.
Spanish (DGE)
-ές siempre perfecto θεός Alcin.164.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειτελής: -ές, αἰωνίως τέλειος, ὑπερτέλειος, θεός, Ἀλκίν. Εἰσ. 477.